μουσικῷ

μουσικῷ
μουσικός
musical
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ДИКЕАРХ —    • Dicaearchus,          Δικαίαρχος, философ перипатетик, родом из Мессаны, в Сицилии, ученик Аристотеля, вместе с Аристоксеном и Феофрастом большую часть жизни провел в Пелопоннесе и написал Βίος Έλλάδος, в трех книгах, историко географическое …   Реальный словарь классических древностей

  • συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”